- βραδυτόκος
- βρᾰδυ-τόκος, ον,A slow in bringing to birth, Arist.Pr.891b28 ([comp] Comp.). -χρόνιος, ον, late, Sch.Il.2.325.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βραδυτόκος — βραδυτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά αργά, σε προχωρημένη ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + τοκος < τίκτω] … Dictionary of Greek
βραδυτοκώτερον — βραδυτόκος slow in bringing to birth masc acc comp sg βραδυτόκος slow in bringing to birth neut nom/voc/acc comp sg βραδυτόκος slow in bringing to birth adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτόκα — βραδυτόκος slow in bringing to birth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή … Dictionary of Greek
βραδυτοκώ — βραδυτοκῶ ( έω) (Α) [βραδυτόκος] γεννώ σε προχωρημένη ηλικία … Dictionary of Greek